Saturday, February 4, 2012

Δεν μου αρέσει η Ελλάδα του ομορφάντρα!


Η συνειδητοποίηση ήρθε πριν λίγα χρόνια και με βάρεσε σα χαστούκι: κατάλαβα ότι δε μ’ αρέσει η Ελλάδα. Τόσο απλά. Το χειρότερο, όμως, δεν ήταν αυτό. Το χειρότερο ήταν όταν κατάλαβα ότι δεν έχει κανένα νόημα να προσπαθήσω να αλλάξω κάποια από αυτά που θεωρούσα κακώς κείμενα: κατάλαβα ότι η Ελλάδα αρέσει στους Έλληνες. Άρα, το λάθος είμαι εγώ.
Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι δεν νιώθω καν Ελληνίδα τέτοιας Ελλάδας. Ποια Ελλάδα να υπερασπιστώ και με ποια Ελλάδα να ταυτιστώ; Με την Ελλάδα που θεωρεί λογικό να δίνει φακελάκι; Με την Ελλάδα που κυκλοφορεί στο δρόμο λες και είναι μόνη της; Με την Ελλάδα που λατρεύει τα 100 ντεσιμπέλ; Με την Ελλάδα που φυσάει τον καπνό της στα μούτρα του απέναντι; Με την Ελλάδα που παραβιάζει όποιο νόμο γουστάρει; Με την Ελλάδα που δικαιολογεί την παρανομία; Με την Ελλάδα που νιώθει ανώτερη από τους «ξένους»; Με την Ελλάδα που καμαρώνει επειδή κατασκεύασε κάτι ελεεινής ασχήμιας χωριά; Με την Ελλάδα που θεωρεί λογικό να απλώνει ξαπλώστρες στις άλλοτε πανέμορφες παραλίες; Με την Ελλάδα που θεωρεί φυσιολογικό να πηγαίνει σε απίθανης αρπαχτής κλαμπ και καφέ και να παρακαλάει κάτι άθλιους φουσκωτούς τύπους της νύχτας να μη φάει πόρτα; Με την Ελλάδα που πιστεύει ότι δεν μπορεί να διοριστεί χωρίς μέσο; Με την Ελλάδα που φιλάει κατουρημένες ποδιές για να κάνει τη δουλειά της; Με την Ελλάδα που θεωρεί λογικό να πληρώνει ένα κάρο λεφτά σε μπουζούκια και μπαρ και μετά να οδηγεί μεθυσμένη; Με την Ελλάδα που πιστεύει «Και τι έγινε που έπιασαν τους Καραμπέρηδες; Αυτοί είναι το πρόβλημα;»; Με την Ελλάδα που απαιτεί να «φέρουν πίσω τα κλεμμένα» αλλά εξαιρεί τον εαυτό της από την επιστροφή; Με την Ελλάδα που διεκδικεί το δικαίωμά της να εξακολουθήσει να λειτουργεί κουτοπόνηρα; Με την Ελλάδα που πάσχει από έλλειψη φιλοδοξίας;
Όχι, δεν είμαι αγία. Όλα τα παραπάνω, τα απορρίπτει ο «ενήλικος» εαυτός μου. Ο «ανήλικος», έχει υπάρξει μέρος αυτού που τώρα απορρίπτω. Ίσως γι αυτό ενοχλούμαι τόσο πολύ τώρα. Το θέμα είναι ότι ο «ενήλικος» έχει περάσει στο άλλο άκρο. Θέλει τάξη, ησυχία, τυπικότητα κι αξιοκρατία.
Για μένα, η κρίση υπάρχει εδώ και χρόνια. Και δεν εννοώ την οικονομική, εννοώ την αισθητική, πολιτιστική, αξιακή κρίση. Η οικονομική κρίση δεν με εξέπληξε καθόλου. Αντίθετα, με εξέπληξε το γεγονός ότι τόσοι έξυπνοι άνθρωποι εξεπλάγησαν.
Την πρώτη φορά που είδα τη διαφήμιση με τον «ομορφάντραμου» ένιωσα ένα κρύο χέρι να μου σφίγγει το κεφάλι. Το ίδιο είχα νιώσει κι όταν είδα τις διαφημίσεις με την «αγαπούλα την κουκούλα» και «τη φουκαριάρα τη μάνα μου». Είναι οι διαφημίσεις που συμβολίζουν την Ελλάδα που δε μ’ αρέσει. Την Ελλάδα του γηπέδου, του βρώμικου, της φοροδιαφυγής, του μέσου, της διαφθοράς, του ψυχοπονιάρη, του τεμπέλη, του λαθραίου, του καταφερτζή, του αναίσθητου, του Ελληνάρα. Το χειρότερο είναι ότι όλοι, μικροί – μεγάλοι, απ΄ όλα τα στρώματα της κοινωνίας, γελάνε με τις διαφημίσεις αυτές. Το χαίρονται, ρε παιδάκι μου.
Φρικάρω. Φρικάρω με τις διαφημίσεις και με τη συνεχή αναπαραγωγή τους. Νιώθω ένα τσίμπημα δυστυχίας όποτε ακούω τη λέξη «ομορφάντρα μου». Μου έρχεται στο νου και η εικόνα: ασπρόμαυρη Ελλάδα, κοντοί κι άσχημοι άντρες, τσίκνα, βρωμιά ιδρώτα στο γήπεδο, λίπη και λίγδες. Όταν ακούω τη φράση «τι βάζω μέσα; Τη μάνα μου και τον πατέρα μου βάζω μέσα!» μου έρχεται στο νου ένα φέρετρο σκεπασμένο με την ελληνική σημαία.
«Γιατί όμως πιστεύεις ότι έχουν τόση απήχηση αυτές οι διαφημίσεις;» με ρώτησε η φίλη μου. Μα, επειδή, ο Έλληνας σε αυτήν ακριβώς την Ελλάδα νιώθει άνετα. Στην Ελλάδα της αγαπούλας, του ομορφάντρα μου και της φουκαριάρας της μάνας του. Στην Ελλάδα της δραχμής...
της δημοσιογράφου Χριστίνας Ταχιάου