Ένα βράδυ καθόταν ο τάδε σπίτι του και έβλεπε τηλεόραση. Κατά τις 2 το βράδυ τον παίρνει τηλέφωνο ένας φίλος του και αρχίζουν να μιλάνε ποδοσφαιρικά για καμιά ώρα. Κατά τις τρεις χτυπάει κουδούνι, ανοίγει το παλικάρι, μπουκάρει η δικιά του μέσα, ουρλιάζει "Με ποια μιλάς εδώ και τόση ώρα στο τηλέφωνο?", "Με τον Μήτσο", λέει ο καημένος, "ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΜΗΤΣΟΣ?!", λυσσάει η γκόμενα, του αρπάζει το τηλέφωνο απ'τα χέρια, πατάει ανάκληση, "Ναι, ποιος είναι παρακαλώ?". Λούφαξε κι αυτός, τι να κάνει, δε μίλαγε. Τρελάθηκε η δικιά του. Του κοπάνησε το ακουστηκό στο κεφάλι, φώναζε, έκλαιγε, δερνόταν, ορμούσε. Στο τέλος το παλικάρι που δεν αντιδρούσε σε όλο αυτό, ξαφνικά πήρε φόρα κι άρχισε να σπάει όλο το σπίτι του, μεθοδικά, με σύστημα, απ'το χολ προς την κρεβατοκάμαρα και από το πάτωμα προς το ταβάνι. Όλο. Μετά πήγε και ήπιε ό,τι υπήρχε εύκαιρο. Δε μίλαγε. Η κοπελιά, που είχε λουφάξει σε μια γωνία, σηκώνεται και πάει από πάνω του. Τον χαϊδεύει.
"Ποιο ποτό σου αρέσει?" του λέει.
"Το ουίσκι" της λέει.
"Γιατί?" τον ρωτάει.
"Γιατί σου μοιάζει", της απαντάει.
"Πως?" απορεί.
"Με ζαλίζει" της εξηγεί.
Έτσι ακριβώς.
"Επ, πρόσεχε!" της είπε. "Μία μύγα!"
"Που?!"
"Στο σπαθί σου."
Μία μύγα στο σπαθί της, κατάλαβες? Όλο κάτι τέτοια λέγανε και πέφτανε νοκ άουτ ο ένας με τον άλλο. Γιατί τέτοιοι ήτανε. Νοκ άουτ.